- νεικεστήρ
- νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)1. κατήγορος, επιτημητής2. φιλόνικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι τού ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό τού δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ-τήρ, νασ-τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.